ρετσινάτος

ρετσινάτος
-η, -ο, Ν [ρετσίνα (Ι)]
1. αυτός που περιέχει ρετσίνι ή ανήκει και αναφέρεται στο ρετσίνι («ρετσινάτο χρώμα)
2. το ουδ. ως ουσ. το ρετσινάτο
η ρετσίνα.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • ρετσινάτος — η, ο αυτός που περιέχει ρετσίνι· το ουδ. ως ουσ., ρετσινάτο, το η ρετσίνα (το κρασί): Ήτο ωραίο ρετσινάτο όλο άρωμα και αφρός και πτήσις (Παπαδιαμάντης) …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ρητινωτός — ή, ό, Ν [ρητίνη] αυτός που περιέχει ρητίνη ή είναι παρασκευασμένος από ρητίνη, ρετσινάτος …   Dictionary of Greek

  • ρητινώνω — ῥητινῶ, όω, ΝΑ [ῥητίνη] 1. αναμιγνύω ή αρωματίζω κάτι με ρητίνη 2. προσθέτω ρητίνη σε οίνο 3. επαλείφω μια επιφάνεια με ρητίνη αρχ. (η μτχ. παθ. παρακμ. ως επίθ.) ἐρρητινωμένος, η, ον αυτός που έχει αναμιχθεί με ρητίνη, ρετσινάτος …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”